- Γόργειος
- Γόργειος, -εία και -είη, -είον (Α) [Γοργώ]1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή»)2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειοντο κεφάλι τής Μέδουσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γοργείων — Γόργειος of fem gen pl Γόργειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργόνειον — Γόργειος of masc/fem acc sg Γόργειος of neut nom/voc/acc sg Γοργόνειος a Gorgon mask masc/fem acc sg Γοργόνειος a Gorgon mask neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γόργειον — Γόργειος of masc acc sg Γόργειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργείη — Γόργειος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργείην — Γόργειος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργείης — Γόργειος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργείοις — Γόργειος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργείοισι — Γόργειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργείοισιν — Γόργειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργείῳ — Γόργειος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)